αδαμική γη

αδαμική γη
Είδος αλατούχας και γλοιώδους λάσπης που αποκαλύπτεται κατά την άμπωτη στις ρηχές περιοχές της θάλασσας. Σύμφωνα με κάποια παράδοση, από τη λάσπη αυτή έπλασε o Θεός τον Αδάμ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αδαμιαίος — α, ο (Α ἀδαμιαῑος, α, ον) [Ἀδάμ] νεοελλ. αυτός που χαρακτηρίζεται από ολοκληρωτική γύμνια όπως τού Αδάμ («αδαμιαία περιβολή») αρχ. 1. αυτός που ανήκει στον Αδάμ, κατά συνέπεια ο ανθρώπινος 2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ Ἀδαμιαῑοι το γένος, οι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”